διαρκέσαν

διαρκέσαν
διαρκέω
suffice
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πετσενέγοι ή Πατζινάκες — Τουρκική φυλή. Οι Π. κατοικούσαν στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και στους πρώτους αιώνες μ.Χ. ξεχύθηκαν μαζί με τους Ούννους στα Δ, πλημμυρίζοντας τη δυτική Ασία και τη νότια Ρωσία. Τον 5o αι. απείλησαν να κατακλύσουν ολόκληρη την Ευρώπη. Μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”